- φιλοπαίσμων
- -ον, Α(αττ. τ.) βλ. φιλοπαίγμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοπαίσμων — fond of play masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίσμονας — φιλοπαίσμων fond of play masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίσμονες — φιλοπαίσμων fond of play masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… … Dictionary of Greek